ὑπομάστιος
Look at other dictionaries:
υπομάστιος — και ὑπομάσθιος, ον, ΜΑ αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μαστό και, κυρίως για βρέφος, αυτός που θηλάζει, υπομάζιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μαστός / μασθός + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
υπομάσθιος — ον, ΜΑ βλ. ὑπομάστιος … Dictionary of Greek